- ψεύμα
- -εύματος, τὸ, ΜΑβλ. ψέμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψέμα — Ενσυνείδητη παραμόρφωση της αλήθειας. Η ηθική θεωρεί το ψ. ως κάτι αφύσικο, γιατί παραμορφώνοντας την αλήθεια παρεμποδίζει την αναζήτησή της που είναι η βάση των επιδιώξεων κάθε φιλοσοφίας. Κάποτε όμως το ψ. έχει και κάποια σκοπιμότητα, όπως στην … Dictionary of Greek
κίβδηλις — και κιβδηλίς, ἡ (Α) [κίβδηλος] (κατά τον Ησύχ.) «ἔστι δὲ κίβδηλις ἐν τοῑς μετάλλοις σκωρία, ἀφ ἧς πᾱν φαῡλον κίβδηλον, μοχθηρόν, ψεῡμα, νόθον, ἀδόκιμον» … Dictionary of Greek
ψευμάτινος — ον, Μ [ψεῡμα, ατος] ψεύτικος … Dictionary of Greek
ψευματίζω — Ν [ψεύμα, ατος] (παλ. λόγιος τ.) λέω ψέματα … Dictionary of Greek
ψευματώδης — ῶδες, Μ [ψεῡμα, ατος] ψεύτικος («με λόγους ψευματώδεις», Διγεν. Ακρ.) … Dictionary of Greek